-
1 κρίκος
[крикос] ουσ. а. кольцо, звено цепи.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κρίκος
-
2 кольцо
1. тех. ο δακτύλι/ος, ο κρίκος, το στεφάνιбиение - ец απόκλιση/παίξιμο - ωνконтактное эл. - επαφήςмасло-съёмное - λαδιού/ελαίουразрезное - με εγκοπή, διαιρούμενο -2. (предмет, имеющий форму обруча) о κρίκος, το δαχτυλίδιгодичные - ьца бот. ετήσιοι δακτύλιοι (του κορμού δέντρου) Заносимое на пальце украшение) το δαχτυλίδιсеребряное - ασημένιο/αργυρό -4. -ьца мн. (гимнастический снаряд) οι κρίκοι (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кольцо
-
3 звено
звено с 1) (в цепи) о κρίκος 2) (группа) η ομάδα, το γκρουπ* * *с1) ( в цепи) ο κρίκος2) ( группа) η ομάδα, το γκρουπ -
4 кольцо
кольцо с 1) (круг) о κρίκος 2) (на пальце) το δαχτυλίδι 3) мн.: кольца спорт, οι κρίκοι* * *с1) ( круг) ο κρίκος2) ( на пальце) το δαχτυλίδι3) мн.ко́льца — спорт. οι κρίκοι
-
5 бугель
1. (охватывающая деталь эксцентрикового механизма) о συνδετήρας 2. (обруч на верхнем конце сваи) о δακτύλιος, ο κρίκος, η στεφάνη 3. (токоприемная дуга) о ρευμα-τολήπτης-κεραία (του τραμ, τρόλλεί, κ λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бугель
-
6 дужка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дужка
-
7 жвака-галс
(якорной цепи) о κρίκος της αλυσίδας στο φρεάτιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жвака-галс
-
8 звено
1. (авт., мех) ο κρίκος, ο σύνδεσμος, η άρθρωση, το στοιχείο, η μονάδα. - без контрфорса (якорной цепи) - χωρίς στυλίσκο (αλύσεως της άγκυρας)ведомое - δευτερεύων -, οδηγούμενος -ведущее - το πρωτεύων στοιχείο, ο οδηγόςвертлюжное мех. - της στρέψης, το στριφτάρι- гусеницы - της ερπύστριας, το πέδιλοцепное - см. - цепи 2. хим. η μονάδαмономерное - μονομερική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звено
-
9 проушина
το ωτίο, ο κρίκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проушина
-
10 серьга
тех. о κρίκος/το δίχαλο σύνδεσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > серьга
-
11 трак
ο κρίκος της ερπύστριας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трак
-
12 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
13 хомут
1. (элемент машины или механизма) η στεφάνη (στοιχείο μηχανής) 2. (деталь скрепления кабелей, проводов и т.п.) о κρίκος/η στεφάνη στήριξης 3. с.-х. το περιαυχένιοη λαι-μαριάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хомут
-
14 звено
звенос1. (цепи и т. п.) ὁ κρίκος, ὁ δακτύλιος·2. (группа, бригада) ἡ ὁμάδα, ἡ ὁμάς / ὁ πυρήνας (ячейка):пионерское \звено ἡ ὁμάδα τών πιονιέρων·3. воен. ἡ ὁμάδα, τό σμήνος ἀεροπλάνων:\звено истребителей τό σμήνος καταδιωκτικών ἀεροπλάνων. -
15 колыдо
колыд||о́с1. ὁ κρίκος, ἡ κρικέλλα / τό δακτυλίδι, τό ρουλό (для салфеток):сверну́ться \колыдоо́м κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι·2. (на пальце) τό δακτυλίδι:обручальное \колыдо ἡ βέρα. -
16 очко
очкос1. (в играх, спорте) ὁ πόντος, ὁ βαθμός·2. бот. ὁ ὁφθαλμός, τό μάτι·3. (отверстие) ἡ τρύπα, ἡ ὀπή, τό μάτι / мор. ὁ κρίκος τής ἄγκυρας. -
17 промежутокчный
промежуток||чныйприл (έν-) διάμεσος:\промежутокчныйчная станция ж.-д. ὁ ἐνδιάμεσος σταθμός· \промежутокчныйчное звено ὁ ἐνδιάμεσος κρίκος. -
18 звено
[ζβινό/] ουσ. ο. κρίκος -
19 звено
[ζβινό] ουσ ο κρίκος -
20 звено
-а, πλθ. звенья-ьев ουδ.1. κρίκος, δακτύλιος•-ья цепи οι κρίκοι της αλυσίδας.
|| τμήμα, μέρος ομοειδές, ομοιότυπο.2. ομάδα, γκρουπ•пионерское звено πιονέρικη ομάδα.
|| μτφ. πυρήνας.(στρατ.) σμήνος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρίκος — ring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίκος — ο (AM κρίκος) κυκλικός δακτύλιος, συνήθως μεταλλικός νεοελλ. 1. το μηχάνημα γρύλλος 2. βοτ. συγκεντρικός κυλινδρικός δακτύλιος από ξυλώδη ιστό τού δευτερογενούς ξυλώματος, τον οποίο σχηματίζουν κάθε χρόνο τα μακρόβια φυτά κατά την αύξηση τού… … Dictionary of Greek
κρίκος — ο 1. μεταλλικός δακτύλιος, χαλκάς, κρικέλα. 2. δεσμός: Τα παιδιά τους είναι ο συνδετικός κρίκος της αγάπης τους. 3. συσκευή ανύψωσης βαρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάμεσος κρίκος — Η μορφή από την οποία προέρχεται κατά την εξέλιξη ενός είδους ένα νέο είδος. Ονομάζεται και ενδιάμεση μορφή ή συνδετικός κρίκος. Ο δ.κ. συνδέει φυλογενετικά το νέο είδος με τον πρόγονό του, όπως αποδεικνύεται από ανατομικές, εμβρυολογικές,… … Dictionary of Greek
δακτυλίδι ή δαχτυλίδι — Κρίκος από μέταλλο, συνήθως πολύτιμο, που φοριέται στο δάχτυλο είτε ως κόσμημα είτε ως σύμβολο πίστης είτε ακόμα ως σύμβολο εξουσίας. Η καταγωγή του είναι πάρα πολύ παλαιά και ανάγεται στην εποχή του χαλκού. Το δ. ήταν στην αρχή πολύ απλό, αλλά… … Dictionary of Greek
κρίκε — κρίκος ring masc voc sg κρίζω creak aor imperat act 2nd sg κρίζω creak aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίκοι — κρίκος ring masc nom/voc pl κρίκοῑ , κρίζω creak aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίκοις — κρίκος ring masc dat pl κρίζω creak aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίκον — κρίκος ring masc acc sg κρίζω creak aor ind act 3rd pl (homeric ionic) κρίζω creak aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίκου — κρίκος ring masc gen sg κρίζω creak aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίκους — κρίκος ring masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)